ὀλιγόποτος

ὀλιγόποτος
ὀλῐγό-ποτος, ον,
A drinking little, Arist.HA593b29, al. ;

ἄδιψα καὶ ὀ. Id.PA669a34

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ολιγόποτος — ὀλιγόποτος, ον (Α) αυτός που πίνει λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ποτός (< θ. πο τού πίνω*), πρβλ. πολύ ποτος] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγόποτον — ὀλιγόποτος drinking little masc/fem acc sg ὀλιγόποτος drinking little neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοπότων — ὀλιγόποτος drinking little masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόποτα — ὀλιγόποτος drinking little neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόποτοι — ὀλιγόποτος drinking little masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοποσία — η (Α ὀλιγοποσία και ὀλιγοποτίη) [ολιγόποτος] εγκράτεια στο ποτό, το να πίνει κάποιος λίγο («οἱ μὲν βουλόμενοι τὰς ἄλλας τέχνας κατορθοῡν ὀλιγοσιτίαις καὶ ὀλιγοποσίαις χρῶνται καθάπερ οἱ νοσοῡντες», Αρετ.) …   Dictionary of Greek

  • ολιγοποτώ — (Α ὀλιγοποτῶ, έω) [ολιγόποτος] πίνω λίγο, αρκούμαι σε μικρή ποσότητα ποτού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”